ελλόγιμος

ελλόγιμος
-η, -ο (AM ἐλλόγιμος, -ον)
γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του
μσν.- νεοελλ.
ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος
τιμητική προσφώνηση
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής
αρχ.
1. αξιόλογος, ξεχωριστός
2. εύγλωττος
3. λογικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐλλόγιμος — held in account masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλόγιμος — η, ο 1. αξιόλογος, διαπρεπής. 2. που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός. 3. το υπερθ., ελλογιμότατος (φιλοφρονητική προσφώνηση σε ανθρώπους των γραμμάτων) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλλογιμώτερον — ἐλλόγιμος held in account masc acc comp sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc comp sg ἐλλόγιμος held in account adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογιμωτάτων — ἐλλόγιμος held in account fem gen superl pl ἐλλόγιμος held in account masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογιμωτέρων — ἐλλόγιμος held in account fem gen comp pl ἐλλόγιμος held in account masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογιμώτατα — ἐλλόγιμος held in account adverbial superl ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογιμώτατον — ἐλλόγιμος held in account masc acc superl sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογίμω — ἐλλόγιμος held in account masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐλλόγιμος held in account masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλογίμως — ἐλλόγιμος held in account adverbial ἐλλόγιμος held in account masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλόγιμον — ἐλλόγιμος held in account masc/fem acc sg ἐλλόγιμος held in account neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”